- δαύτος
- -η, -ο (Μ ταῦτος, -η, -ον)αυτός, -ή, -ό (πάντοτε με πρόθεση)1. (επαναληπτική) «με τα μάτια ακολουθώντας το νεογέννητο το φως και σε δαύτο αναφτερώντας»2. (προσωπική αντων. γ' προσ.) «δεν δίνω πεντάρα για δαύτον»3. (δεικτική) «τί περιμένεις από δαύτον;».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δαύτος προήλθε από τη συνεκφορά τού έδε «κοίτα, ιδού, να» και της αντων. αυτός].
Dictionary of Greek. 2013.