δαύτος

δαύτος
-η, -ο (Μ ταῦτος, -η, -ον)
αυτός, -ή, -ό (πάντοτε με πρόθεση)
1. (επαναληπτική) «με τα μάτια ακολουθώντας το νεογέννητο το φως και σε δαύτο αναφτερώντας»
2. (προσωπική αντων. γ' προσ.) «δεν δίνω πεντάρα για δαύτον»
3. (δεικτική) «τί περιμένεις από δαύτον;».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δαύτος προήλθε από τη συνεκφορά τού έδε «κοίτα, ιδού, να» και της αντων. αυτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γιαδαύτος — και γιαδαύτο και γιαταύτος επίρρ. γι αυτόν τον λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < για + δαύτο (ουδ. τής αντων. δαύτος). το ς αναλογικά προς άλλα επιρρήματα σε ς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”